Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόghigliottìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [giʎʎotˈtina] 1 γκιλοτίνα 2 λαιμητόμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |