Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ghiàndola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgjandola]

ο αδένας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ghiandaia ghiandolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ghiaino (ουσ αρσ )
ghiaione (ουσ αρσ )
ghiaioso (επίθ.)
ghianda (θηλ.ουσ)
ghiandaia (θηλ.ουσ)
ghiandola (θηλ.ουσ)
ghiandolare (επίθ.)
ghibli (ουσ αρσ )
ghiera (θηλ.ουσ)
ghigliottina (θηλ.ουσ)
ghigliottinare (ρ. μτβ.)
ghigna (θηλ.ουσ)
ghignare (ρ.αμτβ.)
ghignata (θηλ.ουσ)
ghigno (ουσ αρσ )
ghinda (θηλ.ουσ)
ghindare (ρ. μτβ.)
ghinea (θηλ.ουσ)
ghiotta (θηλ.ουσ)
ghiottamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---