Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falsificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [falsifikatˈtsjone]

1 διαστροφή
2 πλαστογράφηση
3 παρασήμανση
4 καλπουζανιά
5 πλαστογραφία
6 διαστρέβλωση
7 παραμόρφωση
8 παραχάραξη
9 νόθευση
10 παραποίηση
11 νοθεία
12 κιβδηλεία
13 απομίμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falsificatore falsità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falsatura (θηλ.ουσ)
falsetto (ουσ αρσ )
falsificabile (επίθ.)
falsificare (ρ. μτβ.)
falsificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
falsificazione (θηλ.ουσ)
falsità (θηλ.ουσ)
falso (επίθ.)
falsopiano (ουσ αρσ )
fama (θηλ.ουσ)
fame (θηλ.ουσ)
famedio (ουσ αρσ )
famelico (επίθ.)
famigerato (επίθ.)
famiglia (θηλ.ουσ)
famigliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
famiglio (ουσ αρσ )
familiare (ουσ αρσ και θηλ.)
familiare (επίθ.)
familiarità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---