Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfalsétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [falˈsetto] 1 φωνή γλυκιά τενόρου που τραγουδά ψηλά 2 τραγούδισμα σε ψηλότερο τόνο από τον κανονικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |