Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfalsificatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [falsifikaˈtore] 1 παραχαράκτης 2 κιβδηλοποιός 3 νοθευτής 4 πλαστογράφος 5 καλπουζάνης 6 παραποιητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |