Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


falsificatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [falsifikaˈtore]

1 παραχαράκτης
2 κιβδηλοποιός
3 νοθευτής
4 πλαστογράφος
5 καλπουζάνης
6 παραποιητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  falsificare falsificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falsario (αρσ. επίθ και ουσ)
falsatura (θηλ.ουσ)
falsetto (ουσ αρσ )
falsificabile (επίθ.)
falsificare (ρ. μτβ.)
falsificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
falsificazione (θηλ.ουσ)
falsità (θηλ.ουσ)
falso (επίθ.)
falsopiano (ουσ αρσ )
fama (θηλ.ουσ)
fame (θηλ.ουσ)
famedio (ουσ αρσ )
famelico (επίθ.)
famigerato (επίθ.)
famiglia (θηλ.ουσ)
famigliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
famiglio (ουσ αρσ )
familiare (ουσ αρσ και θηλ.)
familiare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---