Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


famìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [faˈmiʎʎo]

1 υπηρέτης
2 κλητήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  famigliare familiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

famedio (ουσ αρσ )
famelico (επίθ.)
famigerato (επίθ.)
famiglia (θηλ.ουσ)
famigliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
famiglio (ουσ αρσ )
familiare (ουσ αρσ και θηλ.)
familiare (επίθ.)
familiarità (θηλ.ουσ)
familiarizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
familiarizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
familiarmente (επίρ.)
famoso (επίθ.)
fan (ουσ αρσ και θηλ.)
fanale (ουσ αρσ )
fanaleria (θηλ.ουσ)
fanalista (ουσ αρσ και θηλ.)
fanatico (ουσ αρσ )
fanatico (επίθ.)
fanatismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---