Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfamiliàre
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [famiˈljare] ο/η συγγενής familiàre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [famiˈljare] 1 οικείος (-α, -ο) 2 (della famiglia) οικογενιακός (-ή, -ό) 3 (noto) γνωστός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |