Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfanalerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fanaleˈria] 1 φώτα 2 φωτιστικός εξοπλισμός 3 φωτιστικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |