Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fanciùllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fanˈʧullo]

1 αγόρι
2 αγοράκι
3 παιδί

fanciùllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fanˈʧullo]

1 αυτός στα πρώτα βήματα του
2 νέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fanciullezza fanciullone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fanciullaccia (θηλ.ουσ)
fanciullaggine (θηλ.ουσ)
fanciullata (θηλ.ουσ)
fanciullesco (επίθ.)
fanciullezza (θηλ.ουσ)
fanciullo (ουσ αρσ )
fanciullo (επίθ.)
fanciullone (ουσ αρσ )
fandango (ουσ αρσ )
fandonia (θηλ.ουσ)
fanello (ουσ αρσ )
fanerogama (θηλ.ουσ)
fanerozoico (επίθ.)
fanfaluca (θηλ.ουσ)
fanfara (θηλ.ουσ)
fanfaronata (θηλ.ουσ)
fanfarone (αρσ. επίθ και ουσ)
fangaia (θηλ.ουσ)
fangatura (θηλ.ουσ)
fanghiccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---