Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfanfàra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fanˈfara] 1 ορχήστρα χάλκινων οργάνων 2 μελωδία πομπώδης και πανηγυρική 3 μπάντα χάλκινων και πνευστών 4 φανφάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |