Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fanóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [faˈnone]

1 παπικό άμφιο σαν κάπα
2 μπανέλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fannullone fantaccino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fango (ουσ αρσ )
fangosità (θηλ.ουσ)
fangoso (επίθ.)
fangoterapia (θηλ.ουσ)
fannullone (ουσ αρσ )
fanone (ουσ αρσ )
fantaccino (ουσ αρσ )
fantapolitica (θηλ.ουσ)
fantapolitico (επίθ.)
fantascientifico (επίθ.)
fantascienza (θηλ.ουσ)
fantasia (θηλ.ουσ)
fantasiosamente (επίρ.)
fantasioso (επίθ.)
fantasista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fantasma (ουσ αρσ )
fantasmagoria (θηλ.ουσ)
fantasmagorico (επίθ.)
fantasticare (ρ.αμτβ.)
fantasticare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---