Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàngo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfango]

ο βούρκος, η λάσπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fanghiglia fangosità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare i fanghi = κάνω λασπόλουτρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fanfarone (αρσ. επίθ και ουσ)
fangaia (θηλ.ουσ)
fangatura (θηλ.ουσ)
fanghiccio (ουσ αρσ )
fanghiglia (θηλ.ουσ)
fango (ουσ αρσ )
fangosità (θηλ.ουσ)
fangoso (επίθ.)
fangoterapia (θηλ.ουσ)
fannullone (ουσ αρσ )
fanone (ουσ αρσ )
fantaccino (ουσ αρσ )
fantapolitica (θηλ.ουσ)
fantapolitico (επίθ.)
fantascientifico (επίθ.)
fantascienza (θηλ.ουσ)
fantasia (θηλ.ουσ)
fantasiosamente (επίρ.)
fantasioso (επίθ.)
fantasista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---