Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàngo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfango] ο βούρκος, η λάσπη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfare i fanghi = κάνω λασπόλουτρο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |