Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fantasióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fantaˈzjoso], [fantaˈzjozo]

1 εξαίσιος
2 πομπώδης
3 φαντασιόπληκτος
4 φανταστικός
5 ιδιότροπος
6 ανύπαρκτος
7 εκκεντρικός
8 οραματιστής
9 παράξενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fantasiosamente fantasista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fantapolitico (επίθ.)
fantascientifico (επίθ.)
fantascienza (θηλ.ουσ)
fantasia (θηλ.ουσ)
fantasiosamente (επίρ.)
fantasioso (επίθ.)
fantasista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fantasma (ουσ αρσ )
fantasmagoria (θηλ.ουσ)
fantasmagorico (επίθ.)
fantasticare (ρ.αμτβ.)
fantasticare (ρ. μτβ.)
fantasticheria (θηλ.ουσ)
fantastico (αρσ. επίθ και ουσ)
fantasticone (ουσ αρσ )
fante (ουσ αρσ )
fanteria (θηλ.ουσ)
fantesca (θηλ.ουσ)
fantino (ουσ αρσ )
fantocciaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---