Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfanterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fanteˈria] 1 φανταρία 2 μάχιμο σώμα στρατού ξηράς 3 πεζικό 4 πεζούρα 5 πολλοί φαντάροι μαζί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |