Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


faràdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [faˈradiko]

σχετικός με τον Φαράντ ή το φαράντ (μονάδα χωρητικότητας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farad faraglione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fantoccio (ουσ αρσ )
fantolino (ουσ αρσ )
fantomatico (επίθ.)
farabutto (ουσ αρσ )
farad (ουσ αρσ )
faradico (επίθ.)
faraglione (ουσ αρσ )
faraona (θηλ.ουσ)
faraone (ουσ αρσ )
faraonico (επίθ.)
farcia (θηλ.ουσ)
farcino (ουσ αρσ )
farcire (ρ. μτβ.)
farcito (επίθ.)
fardello (ουσ αρσ )
fare (ουσ αρσ )
fare (ρ.αμτβ.)
fare (ρ. μτβ.)
farsi (ρ.μ. (αντων.))
faretra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---