Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfare]

1 τρόποι
2 συμπεριφορά

fàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfare]

(agire) κάνω

fàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfare]

1 κάνω
2 (preparare) φτιάχνω

farsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈfarsi]

1 γίνομαι
2 μεγαλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fardello faretra  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(φαγητό) fare schifo = είμαι χάλια! || abituarsi a fare qualcosa = συνηθίζω να κάνω κάτι || accingersi a fare qualcosa = ετιμάζομαι να κάνω κάτι || aver bisogno di fare qualcosa = έχω ανάγκη να κάνω κάτι || che cosa fai? = τι κάνεις; || che vuoi farci? = τι τα θες! || essere abituato a fare qualcosa = είμαι συνηθισμένος να κάνω κάτι || essere disposto a fare qualcosa = είμαι διατεθειμένος να κάνω κάτι || fa la civetta = κουνά την ούρα της || faccio come mi pare e piace = κάνω ο, τι μου γουστάρει || fammi vedere = για να δω || fare a botte = πλακώνομαι στο ξύλο || fare a metà = κάνω στα δύο || fare acquisti = κάνω ψώνια || fare amicizia = κάνω φιλία || fare appello = παίρνω απουσίες || fare arrabbiare = κάνω κανέναν να θυμώσει || fare baldoria = γλεντώ || fare brutta figura = κάνω κακή εντύπωση || fare buona impressione = κάνω καλή εντύπωση || fare casino = κάνω φασαρία || fare caso = δίνω σημασία σε || fare causa a qualcuno = κάνω αγωγή σε κανέναν || (ταραχές, θόριβο) fare confusione = (disordine, chiasso) κάνω φασαρία || fare due chiacchiere = κουβενδιάζω || fare due passi = κάνω μια βόλτα || ιατρική fare effetto = medicina επιδρώ || fare fatica = κάνω κόπο || fare finta = προσποιούμαι || fare finta, fingere = κάνω πως || fare fuori qualcuno = βάζω απ' τη μέση κανέναν || fare giorno = φέγγει || fare gli onori di casa = κάνω τον οικοδεσπότη || fare i bagagli = φτιάχνω τις βαλίτσες μου || fare i capricci = κάνω ιδιοτροπίες || fare i compiti = κάνω τις ασκήσεις || fare i fanghi = κάνω λασπόλουτρο || fare il bis = μπιζάρω || fare il disinvolto = το παίζω άνετος || fare il furbo = κάνω τον έξυπνο || fare il militare = κάνω στρατό || fare il muso = κατεβάζω τα μούτρα || fare il palo = κρατώ τσίλιες || fare il tifo = υποστηρίζω φανατικά || fare impazzire = τρελαίνω || (ταράσσω) fare impressione = (turbare) ταράζομαι || fare la civetta = κουνώ την ουρά μου || fare la propria parte = κάνω το κομμάτι μου || fare la spesa = κάνω ψώνια || fare le fusa = γουργουρίζω || fare male = (dolore) πονώ, (sbagliare) βλάφτω || fare marcia indietro = κάνω όπισθεν || fare osservare = επισημαίνω || fare palestra = πάω στο γυμναστήριο || fare parte = είμαι μέλος σε || fare paura = φοβίζω || fare qualcosa di corsa = κάνω κάτι βιαστικά || fare quello che pare e piace = κάνω ό, τι μου καπνίσει || fare schifo = προκαλώ αηδία || fare scorta = κάνω απόθεμα || fare tardi = αργώ || (επισκέπτομαι) fare un salto da = (fare una visita) πετάγομαι στο σπίτι || fare una cattiva impressione = κάνω κακή εντύπωση || fare una corsa = τρέχω || fare una cortesia = κάνω μιά χάρη σε κανέναν || fare una stronzata = το κάνω σκατά || faremo follie! = θα το κάψουμε! || farsi la barba = ξυρίζομαι || farsi notare = προσελκύω την προσοχή || farsi una cattiva reputazione = βγάζω όνομα || farsi una dormita = πέρνω έναν ύπνο || farsi vivo = εμφανίζομαι || fatti gli affari tuoi = κάτσε στ' αυγά σου || fatto su misura = φτιαγμένος στα μέτρα || glie l'ho fatta! = του την έσκασα! || non c'è niente da fare = δεν γίνεται τίποτα || non fa nulla = δεν πειράζει || non facciamoci del sangue cattivo = ας μη χαλάμε τις καρδιές μας || ostinarsi a fare qualcosa = τα βάζω πείσμα να κάνω κάτι || si fa così = έτσι γίνεται


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farcia (θηλ.ουσ)
farcino (ουσ αρσ )
farcire (ρ. μτβ.)
farcito (επίθ.)
fardello (ουσ αρσ )
fare (ουσ αρσ )
fare (ρ.αμτβ.)
fare (ρ. μτβ.)
farsi (ρ.μ. (αντων.))
faretra (θηλ.ουσ)
faretrato (επίθ.)
farfalla (θηλ.ουσ)
farfallamento (ουσ αρσ )
farfallino (ουσ αρσ )
farfallista (ουσ αρσ και θηλ.)
farfallone (ουσ αρσ )
farfaraccio (ουσ αρσ )
farfaro (ουσ αρσ )
farfugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
farfuglione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---