Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


farfuglióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [farfuʎˈʎone]

1 βραδύγλωσσος
2 ψελλός
3 ψευδός
4 τραυλός
5 τσεβδός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farfugliare farina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farfallista (ουσ αρσ και θηλ.)
farfallone (ουσ αρσ )
farfaraccio (ουσ αρσ )
farfaro (ουσ αρσ )
farfugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
farfuglione (ουσ αρσ )
farina (θηλ.ουσ)
farinaceo (αρσ. επίθ και ουσ)
farinata (θηλ.ουσ)
farinello (ουσ αρσ )
faringale (θηλ. επίθ και ουσ)
faringe (ουσ αρσ και θηλ.)
faringeo (επίθ.)
faringite (θηλ.ουσ)
faringoiatria (θηλ.ουσ)
faringolaringite (θηλ.ουσ)
faringoscopia (θηλ.ουσ)
faringoscopio (ουσ αρσ )
faringotomia (θηλ.ουσ)
farinoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---