Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


faringàle  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [farinˈgale]

φαρυγγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farinello faringe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farfuglione (ουσ αρσ )
farina (θηλ.ουσ)
farinaceo (αρσ. επίθ και ουσ)
farinata (θηλ.ουσ)
farinello (ουσ αρσ )
faringale (θηλ. επίθ και ουσ)
faringe (ουσ αρσ και θηλ.)
faringeo (επίθ.)
faringite (θηλ.ουσ)
faringoiatria (θηλ.ουσ)
faringolaringite (θηλ.ουσ)
faringoscopia (θηλ.ουσ)
faringoscopio (ουσ αρσ )
faringotomia (θηλ.ουσ)
farinoso (επίθ.)
farisaico (επίθ.)
farisaismo (ουσ αρσ )
fariseo (αρσ. επίθ και ουσ)
farmaceutica (θηλ.ουσ)
farmaceutico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---