Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


faringoscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [faringoskoˈpia]

1 φαρυγγοσκοπία
2 φαρυγγοσκόπιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  faringolaringite faringoscopio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

faringe (ουσ αρσ και θηλ.)
faringeo (επίθ.)
faringite (θηλ.ουσ)
faringoiatria (θηλ.ουσ)
faringolaringite (θηλ.ουσ)
faringoscopia (θηλ.ουσ)
faringoscopio (ουσ αρσ )
faringotomia (θηλ.ουσ)
farinoso (επίθ.)
farisaico (επίθ.)
farisaismo (ουσ αρσ )
fariseo (αρσ. επίθ και ουσ)
farmaceutica (θηλ.ουσ)
farmaceutico (επίθ.)
farmacia (θηλ.ουσ)
farmacista (ουσ αρσ και θηλ.)
farmaco (ουσ αρσ )
farmacologia (θηλ.ουσ)
farmacologico (επίθ.)
farmacologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---