Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


farmacìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [farmaˈʧia]

το φαρμακείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farmaceutico farmacista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


farmacia di turno = το εφημερεύον φραμακείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farisaico (επίθ.)
farisaismo (ουσ αρσ )
fariseo (αρσ. επίθ και ουσ)
farmaceutica (θηλ.ουσ)
farmaceutico (επίθ.)
farmacia (θηλ.ουσ)
farmacista (ουσ αρσ και θηλ.)
farmaco (ουσ αρσ )
farmacologia (θηλ.ουσ)
farmacologico (επίθ.)
farmacologo (ουσ αρσ )
farmacopea (θηλ.ουσ)
farmacoterapia (θηλ.ουσ)
farneticamento (ουσ αρσ )
farneticare (ρ.αμτβ.)
farnetico (ουσ αρσ )
farnetico (επίθ.)
farnia (θηλ.ουσ)
faro (ουσ αρσ )
farragine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---