Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfaro] ο φάρος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααυτοκίνητο fari = auto τα φώτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |