Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


farnètico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [farˈnɛtiko]

1 παραμιλητό
2 ντελίριο
3 παραλήρημα

farnètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [farˈnɛtiko]

1 παραληρών
2 τρελός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farneticare farnia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farmacologo (ουσ αρσ )
farmacopea (θηλ.ουσ)
farmacoterapia (θηλ.ουσ)
farneticamento (ουσ αρσ )
farneticare (ρ.αμτβ.)
farnetico (ουσ αρσ )
farnetico (επίθ.)
farnia (θηλ.ουσ)
faro (ουσ αρσ )
farragine (θηλ.ουσ)
farraginoso (επίθ.)
farro (ουσ αρσ )
farsa (θηλ.ουσ)
farsesco (επίθ.)
farsetto (ουσ αρσ )
fascetta (θηλ.ουσ)
fascettaia (θηλ.ουσ)
fascettario (ουσ αρσ )
fascia (θηλ.ουσ)
fasciale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---