Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfarraginóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [farraʤiˈnoso], [farraʤiˈnoso] 1 φτιαγμένος από διάφορα υλικά 2 ανακατωτός 3 ανακατεμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |