Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfarro]

στάρι triticum spelta


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farraginoso farsa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

farnetico (επίθ.)
farnia (θηλ.ουσ)
faro (ουσ αρσ )
farragine (θηλ.ουσ)
farraginoso (επίθ.)
farro (ουσ αρσ )
farsa (θηλ.ουσ)
farsesco (επίθ.)
farsetto (ουσ αρσ )
fascetta (θηλ.ουσ)
fascettaia (θηλ.ουσ)
fascettario (ουσ αρσ )
fascia (θηλ.ουσ)
fasciale (επίθ.)
fasciame (ουσ αρσ )
fasciante (επίθ.)
fasciare (ρ. μτβ.)
fasciarsi (ρ.μ. (αντων.))
fasciatura (θηλ.ουσ)
fascicolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---