Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfarisèo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [fariˈzɛo] 1 ταρτούφος 2 ψευδευλαβής 3 διπρόσωπος 4 φαρισαίος 5 δόλιος 6 υποκριτής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |