Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


farisèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fariˈzɛo]

1 ταρτούφος
2 ψευδευλαβής
3 διπρόσωπος
4 φαρισαίος
5 δόλιος
6 υποκριτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farisaismo farmaceutica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

faringoscopio (ουσ αρσ )
faringotomia (θηλ.ουσ)
farinoso (επίθ.)
farisaico (επίθ.)
farisaismo (ουσ αρσ )
fariseo (αρσ. επίθ και ουσ)
farmaceutica (θηλ.ουσ)
farmaceutico (επίθ.)
farmacia (θηλ.ουσ)
farmacista (ουσ αρσ και θηλ.)
farmaco (ουσ αρσ )
farmacologia (θηλ.ουσ)
farmacologico (επίθ.)
farmacologo (ουσ αρσ )
farmacopea (θηλ.ουσ)
farmacoterapia (θηλ.ουσ)
farneticamento (ουσ αρσ )
farneticare (ρ.αμτβ.)
farnetico (ουσ αρσ )
farnetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---