Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


farfallaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [farfallaˈmento]

1 κούνημα
2 τρεμοπαίξιμο
3 φτερούγισμα
4 ασταθής κίνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farfalla farfallino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fare (ρ. μτβ.)
farsi (ρ.μ. (αντων.))
faretra (θηλ.ουσ)
faretrato (επίθ.)
farfalla (θηλ.ουσ)
farfallamento (ουσ αρσ )
farfallino (ουσ αρσ )
farfallista (ουσ αρσ και θηλ.)
farfallone (ουσ αρσ )
farfaraccio (ουσ αρσ )
farfaro (ουσ αρσ )
farfugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
farfuglione (ουσ αρσ )
farina (θηλ.ουσ)
farinaceo (αρσ. επίθ και ουσ)
farinata (θηλ.ουσ)
farinello (ουσ αρσ )
faringale (θηλ. επίθ και ουσ)
faringe (ουσ αρσ και θηλ.)
faringeo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---