Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfarcìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [farˈʧino] 1 αρρώστια αλόγων ή μουλαριών (βλέννα ίππων) με πρήξιμο των λέμφων και έλκη στο δέρμα 2 μάλις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |