Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fardèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [farˈdɛllo]

1 μάτσο
2 δέσμη
3 φορτίο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  farcito fare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

faraonico (επίθ.)
farcia (θηλ.ουσ)
farcino (ουσ αρσ )
farcire (ρ. μτβ.)
farcito (επίθ.)
fardello (ουσ αρσ )
fare (ουσ αρσ )
fare (ρ.αμτβ.)
fare (ρ. μτβ.)
farsi (ρ.μ. (αντων.))
faretra (θηλ.ουσ)
faretrato (επίθ.)
farfalla (θηλ.ουσ)
farfallamento (ουσ αρσ )
farfallino (ουσ αρσ )
farfallista (ουσ αρσ και θηλ.)
farfallone (ουσ αρσ )
farfaraccio (ουσ αρσ )
farfaro (ουσ αρσ )
farfugliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---