Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfantolìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fantoˈlino] 1 βρέφος 2 νήπιο 3 μωρό 4 αγοράκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |