Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fantocciàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fantotˈʧajo]

κατασκευαστής μαριονετών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fantino fantoccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fantasticone (ουσ αρσ )
fante (ουσ αρσ )
fanteria (θηλ.ουσ)
fantesca (θηλ.ουσ)
fantino (ουσ αρσ )
fantocciaio (ουσ αρσ )
fantoccio (ουσ αρσ )
fantolino (ουσ αρσ )
fantomatico (επίθ.)
farabutto (ουσ αρσ )
farad (ουσ αρσ )
faradico (επίθ.)
faraglione (ουσ αρσ )
faraona (θηλ.ουσ)
faraone (ουσ αρσ )
faraonico (επίθ.)
farcia (θηλ.ουσ)
farcino (ουσ αρσ )
farcire (ρ. μτβ.)
farcito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---