Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fantasticóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fantastiˈkone]

1 αεροβάτης
2 αιθεροβάμων
3 ονειροπόλος
4 αεροβάμων
5 φαντασιοκόπος
6 ονειροπαρμένος
7 φαντασιόπληκτος
8 χιμαιροκυνηγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fantastico fante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fantasmagorico (επίθ.)
fantasticare (ρ.αμτβ.)
fantasticare (ρ. μτβ.)
fantasticheria (θηλ.ουσ)
fantastico (αρσ. επίθ και ουσ)
fantasticone (ουσ αρσ )
fante (ουσ αρσ )
fanteria (θηλ.ουσ)
fantesca (θηλ.ουσ)
fantino (ουσ αρσ )
fantocciaio (ουσ αρσ )
fantoccio (ουσ αρσ )
fantolino (ουσ αρσ )
fantomatico (επίθ.)
farabutto (ουσ αρσ )
farad (ουσ αρσ )
faradico (επίθ.)
faraglione (ουσ αρσ )
faraona (θηλ.ουσ)
faraone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---