Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfante] 1 τυφεκιοφόρος 2 βαλές 3 πεζικάριος 4 φαντάρος 5 υπηρέτης 6 φάντης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |