Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fantasmagorìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,fantazmagoˈria]

1 δημιουργία ειδικών εφέ
2 φαντασμαγορία
3 καθετί το εντυπωσιακά θεαματικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fantasma fantasmagorico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fantasia (θηλ.ουσ)
fantasiosamente (επίρ.)
fantasioso (επίθ.)
fantasista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fantasma (ουσ αρσ )
fantasmagoria (θηλ.ουσ)
fantasmagorico (επίθ.)
fantasticare (ρ.αμτβ.)
fantasticare (ρ. μτβ.)
fantasticheria (θηλ.ουσ)
fantastico (αρσ. επίθ και ουσ)
fantasticone (ουσ αρσ )
fante (ουσ αρσ )
fanteria (θηλ.ουσ)
fantesca (θηλ.ουσ)
fantino (ουσ αρσ )
fantocciaio (ουσ αρσ )
fantoccio (ουσ αρσ )
fantolino (ουσ αρσ )
fantomatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---