Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fanèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [faˈnɛllo]

1 καρδερίνα
2 καρδερίνα Carduelis cannabina


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fandonia fanerogama  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fanciullo (ουσ αρσ )
fanciullo (επίθ.)
fanciullone (ουσ αρσ )
fandango (ουσ αρσ )
fandonia (θηλ.ουσ)
fanello (ουσ αρσ )
fanerogama (θηλ.ουσ)
fanerozoico (επίθ.)
fanfaluca (θηλ.ουσ)
fanfara (θηλ.ουσ)
fanfaronata (θηλ.ουσ)
fanfarone (αρσ. επίθ και ουσ)
fangaia (θηλ.ουσ)
fangatura (θηλ.ουσ)
fanghiccio (ουσ αρσ )
fanghiglia (θηλ.ουσ)
fango (ουσ αρσ )
fangosità (θηλ.ουσ)
fangoso (επίθ.)
fangoterapia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---