Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfanfaronàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fanfaroˈnata] 1 παλικαρισμός 2 νταηλίκι 3 κομπαστική ομιλία 4 επίδειξη παλικαρισμού 5 υψηλόφωνη αλαζονική καυχησιά 6 ψευτοπαλικαριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |