Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàlso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfalso] 1 (banconota, documento, quadro) πλαστός (-ή, -ό) 2 (oro, gioielli) ψεύτικος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvero o falso? = αλήθεια ή ψέματα; Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |