Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfàme
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfame] η πείνα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere fame = πεινώ, πεινάω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |