Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fàme  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfame]

η πείνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fama famedio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere fame = πεινώ, πεινάω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

falsificazione (θηλ.ουσ)
falsità (θηλ.ουσ)
falso (επίθ.)
falsopiano (ουσ αρσ )
fama (θηλ.ουσ)
fame (θηλ.ουσ)
famedio (ουσ αρσ )
famelico (επίθ.)
famigerato (επίθ.)
famiglia (θηλ.ουσ)
famigliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
famiglio (ουσ αρσ )
familiare (ουσ αρσ και θηλ.)
familiare (επίθ.)
familiarità (θηλ.ουσ)
familiarizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
familiarizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
familiarmente (επίρ.)
famoso (επίθ.)
fan (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---