Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diavolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [djavoˈlio]

πανδαιμόνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diavolino diavolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diavoleria (θηλ.ουσ)
diavolessa (θηλ.ουσ)
diavoleto (ουσ αρσ )
diavoletto (ουσ αρσ )
diavolino (ουσ αρσ )
diavolio (ουσ αρσ )
diavolo (ουσ αρσ )
diazocomposto (ουσ αρσ )
diazoreazione (θηλ.ουσ)
diazotare (ρ. μτβ.)
diazotazione (θηλ.ουσ)
diazotipia (θηλ.ουσ)
dibassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattersi (ρ.μ. (αντων.))
dibattimentale (επίθ.)
dibattimento (ουσ αρσ )
dibattito (ουσ αρσ )
dibattuto (επίθ.)
diboscamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---