Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diàvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdjavolo]

ο διάβολος, ο δαίμονας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diavolio diazocomposto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


al diavolo! = στον κόρακα! || mandare al diavolo qualcuno = στέλνω κανέναν στον διάβολο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diavolessa (θηλ.ουσ)
diavoleto (ουσ αρσ )
diavoletto (ουσ αρσ )
diavolino (ουσ αρσ )
diavolio (ουσ αρσ )
diavolo (ουσ αρσ )
diazocomposto (ουσ αρσ )
diazoreazione (θηλ.ουσ)
diazotare (ρ. μτβ.)
diazotazione (θηλ.ουσ)
diazotipia (θηλ.ουσ)
dibassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattersi (ρ.μ. (αντων.))
dibattimentale (επίθ.)
dibattimento (ουσ αρσ )
dibattito (ουσ αρσ )
dibattuto (επίθ.)
diboscamento (ουσ αρσ )
diboscare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---