Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diazotazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diaddzotatˈtsjone]

δημιουργία διαζωένωσης - δακτυλίου του αζώτου (δύο άτομα αζώτου με οργανική ρίζα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diazotare diazotipia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diavolio (ουσ αρσ )
diavolo (ουσ αρσ )
diazocomposto (ουσ αρσ )
diazoreazione (θηλ.ουσ)
diazotare (ρ. μτβ.)
diazotazione (θηλ.ουσ)
diazotipia (θηλ.ουσ)
dibassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dibattersi (ρ.μ. (αντων.))
dibattimentale (επίθ.)
dibattimento (ουσ αρσ )
dibattito (ουσ αρσ )
dibattuto (επίθ.)
diboscamento (ουσ αρσ )
diboscare (ρ. μτβ.)
dibrucare (ρ. μτβ.)
dicace (επίθ.)
dicastero (ουσ αρσ )
dicco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---