Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dicàce  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈkaʧe]

1 ειρωνικός
2 τσουχτερός
3 χλευαστικός
4 σαρδόνιος
5 σαρκαστικός
6 καυστικός
7 δηκτικός
8 καυτερός
9 δριμύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dibrucare dicastero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dibattito (ουσ αρσ )
dibattuto (επίθ.)
diboscamento (ουσ αρσ )
diboscare (ρ. μτβ.)
dibrucare (ρ. μτβ.)
dicace (επίθ.)
dicastero (ουσ αρσ )
dicco (ουσ αρσ )
dicembre (ουσ αρσ )
dicembrino (επίθ.)
diceria (θηλ.ουσ)
dichiarabile (επίθ.)
dichiarante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dichiarare (ρ. μτβ.)
dichiararsi (ρ.μ. (αντων.))
dichiaratamente (επίρ.)
dichiarativo (επίθ.)
dichiarato (επίθ.)
dichiaratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dichiaratorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---