Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdichiarànte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dikjaˈrante] 1 δηλώνων 2 δηλών 3 συμπληρώνων χαρτιά υπηκοότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |