Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diciassettènne  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diʧassetˈtɛnne]

1 δεκαεφτάρα
2 δεκαεφτάρης
3 δεκαεφτάχρονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diciassette diciassettesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dichiarazione (θηλ.ουσ)
diciannove ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciannovenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciannovesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diciassette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciassettenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciassettesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
dicibile (επίθ.)
diciottenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciottesimo (ουσ αρσ )
diciottesimo (επίθ.)
diciotto (επίθ.)
dicitore (ουσ αρσ )
dicitura (θηλ.ουσ)
dicotiledone (θηλ. επίθ και ουσ)
dicotiledoni (θηλ. ουσ πληθ.)
dicotomia (θηλ.ουσ)
dicotomico (επίθ.)
dicotomo (επίθ.)
dicroico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---