Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diciottèsimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diʧotˈtɛzimo]

1 δέκατο όγδοο σελίδας
2 σχήμα δεκάτου ογδόου

diciottèsimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diʧotˈtɛzimo]

δέκατος όγδοος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diciottenne diciotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diciassette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciassettenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciassettesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
dicibile (επίθ.)
diciottenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciottesimo (ουσ αρσ )
diciottesimo (επίθ.)
diciotto (επίθ.)
dicitore (ουσ αρσ )
dicitura (θηλ.ουσ)
dicotiledone (θηλ. επίθ και ουσ)
dicotiledoni (θηλ. ουσ πληθ.)
dicotomia (θηλ.ουσ)
dicotomico (επίθ.)
dicotomo (επίθ.)
dicroico (επίθ.)
dicroismo (ουσ αρσ )
dicromatico (επίθ.)
dicromatismo (ουσ αρσ )
dicrotismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---