Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dicotomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dikotoˈmia]

διχοτόμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dicotiledoni dicotomico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diciotto (επίθ.)
dicitore (ουσ αρσ )
dicitura (θηλ.ουσ)
dicotiledone (θηλ. επίθ και ουσ)
dicotiledoni (θηλ. ουσ πληθ.)
dicotomia (θηλ.ουσ)
dicotomico (επίθ.)
dicotomo (επίθ.)
dicroico (επίθ.)
dicroismo (ουσ αρσ )
dicromatico (επίθ.)
dicromatismo (ουσ αρσ )
dicrotismo (ουσ αρσ )
dicroto (επίθ.)
dictafono (ουσ αρσ )
didascalia (θηλ.ουσ)
didascalico (αρσ. επίθ και ουσ)
didatta (ουσ αρσ και θηλ.)
didattica (θηλ.ουσ)
didattico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---