Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dicerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diʧeˈria]

το κουτσομπολιό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dicembrino dichiarabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


le dicerie [θηλ. πλυθ.] = οι διαδόσεις [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dicace (επίθ.)
dicastero (ουσ αρσ )
dicco (ουσ αρσ )
dicembre (ουσ αρσ )
dicembrino (επίθ.)
diceria (θηλ.ουσ)
dichiarabile (επίθ.)
dichiarante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dichiarare (ρ. μτβ.)
dichiararsi (ρ.μ. (αντων.))
dichiaratamente (επίρ.)
dichiarativo (επίθ.)
dichiarato (επίθ.)
dichiaratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dichiaratorio (επίθ.)
dichiarazione (θηλ.ουσ)
diciannove ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciannovenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciannovesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diciassette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---