Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dichiaràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dikjaˈrato]

1 έκδηλος
2 ρητός
3 δηλωμένος
4 ορκισμένος
5 ομολογημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dichiarativo dichiaratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dichiarante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dichiarare (ρ. μτβ.)
dichiararsi (ρ.μ. (αντων.))
dichiaratamente (επίρ.)
dichiarativo (επίθ.)
dichiarato (επίθ.)
dichiaratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dichiaratorio (επίθ.)
dichiarazione (θηλ.ουσ)
diciannove ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciannovenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciannovesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diciassette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciassettenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciassettesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
dicibile (επίθ.)
diciottenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciottesimo (ουσ αρσ )
diciottesimo (επίθ.)
diciotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---