Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdichiaràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dikjaˈrato] 1 έκδηλος 2 ρητός 3 δηλωμένος 4 ορκισμένος 5 ομολογημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |