Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdichiaratóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dikjaraˈtore] 1 ομολογών 2 δηλών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |