Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dichiaràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dikjaˈrare]

δηλώνω

dichiararsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dikjaˈrarsi]

1 φανερώνομαι
2 δηλώνω
3 συνηγορώ
4 εκδηλώνομαι
5 ομολογώ (ότι είμαι)
6 προτείνω
7 φανερώνω την αγάπη μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dichiarante dichiaratamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dicembre (ουσ αρσ )
dicembrino (επίθ.)
diceria (θηλ.ουσ)
dichiarabile (επίθ.)
dichiarante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dichiarare (ρ. μτβ.)
dichiararsi (ρ.μ. (αντων.))
dichiaratamente (επίρ.)
dichiarativo (επίθ.)
dichiarato (επίθ.)
dichiaratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dichiaratorio (επίθ.)
dichiarazione (θηλ.ουσ)
diciannove ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciannovenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciannovesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diciassette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciassettenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciassettesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
dicibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---