Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dichiaràbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dikjaˈrabile]

1 δηλώσιμος
2 δηλωτέος (σε τελωνειακό έλεγχο)
3 φορολογήσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diceria dichiarante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dicastero (ουσ αρσ )
dicco (ουσ αρσ )
dicembre (ουσ αρσ )
dicembrino (επίθ.)
diceria (θηλ.ουσ)
dichiarabile (επίθ.)
dichiarante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dichiarare (ρ. μτβ.)
dichiararsi (ρ.μ. (αντων.))
dichiaratamente (επίρ.)
dichiarativo (επίθ.)
dichiarato (επίθ.)
dichiaratore (αρσ. επίθ και ουσ)
dichiaratorio (επίθ.)
dichiarazione (θηλ.ουσ)
diciannove ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciannovenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diciannovesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diciassette ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diciassettenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---